Afficher cette page en françaisSee the english version
Οι λεμονιές της Σίφνου
Οι λεμονιές της Σίφνου
Η Σίφνος γνωρίζει έναν τουρισμό που σέβεται τη φύση : πολλοί περιπατητές παίρνουν τα καλντερίμια της που τα χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα οι χωριάτες με τα γαïδούρια και τα μουλάρια τους, για να μεταφέρουν διάφορα υλικά στα πάρα πολύ στενά για τα αυτοκίνητα σοκάκια.
Την πρώτη μέρα, άρχισα να επισκέπτομαι την Απολλωνία, την πρωτεύουσα του νόμου, όπου κοιμήθηκα · τυπική αρχιτεκτονική των Κυκλάδων, άσπροι κύβοι με μπλε παντζούρια, πανταχού παρόντες σ’όλες τις τουριστικές αφίσες. Περπατούσα χαζεύοντας στα στενά, μεθυσμένη χωρίς να ξέρω γιατί από τις ευωδίες των λεμονιών που φέρουν ταυτόχρονα τα λουλούδια και τα φρούτα. Δεν έχω ξαναδεί μέχρι σήμερα τόσες πολλές όσες στη Σίφνο. Σε μια στιγμή συνάντησα μια κυρία με ντύσιμο περιπατήτριας · σίγουρα μια τουρίστρια γιατί οι Έλληνες δεν αγαπάνε πολύ το περπάτημα ! Ξεκίνησα τη συζήτηση μαζί της : ζούσε στη Γερμανία και ήξερε πολλές γλώσσες μεταξύ των οποίων τα γαλλικά και τα ρωσικά που είχε διδάξει. Αλλά δεν ήξερε τα ελληνικά · γι’αυτό, όταν μια κάτοικος του χωριού βγήκε για να σκουπίσει το κατώφλι της, έκανα τη διερμηνέα. Αυτό με χαροποιεί πάντα και ανταμοίβει στο εκατονταπλάσιο τις επίμονες προσπάθειες για τη μελέτη των ελληνικών. Καθώς παίνευα το άρωμα των λεμονιών, η Σιφνιώτισσα μου διηγήθηκε ότι, επιστρέφοντας με το καράβι από την ηπειρωτική χώρα, διέκρινε από πολύ μακριά αυτές τις ευωδίες πριν καν αντικρύσει το νησί της : «Είναι η μυρωδιά της πατρίδας», μου είπε.
Αμέσως με πλημμύρισαν οι αναμνήσεις : αυτές του πατρικού μου σπιτιού στην Αλγερία από όπου έφυγα δέκα χρονών και όπου έχω περάσει ολόκληρα απογεύματα διαβάζοντας καθισμένη στα κλαδιά της λεμονιάς.
Ο αρτοποιός της Νάξου
Ο αρτοποιός της Νάξου
Όταν αποβιβάστηκα στη Νάξο, βρήκα αμέσως ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο «Άννα» στην πλατεία της εκκλησίας. Η ιδιοκτήτρια μιλούσε μάλιστα λίγα γαλλικά, πράγμα που συμβαίνει
σπάνια. Ρώτησα την τιμή του δωματίου · η κυρία με ζύγισε γρήγορα από την κορυφή ως τα νύχια και μου είπε «Είκοσι ευρώ». Γέλασα κάτω απ’ τα μουστάκια μου, και χάρηκα που έχω
ταπεινή εμφάνιση και όχι αυτή μιας ματσωμένης !
Επειδή ήταν περίπου δύο το μεσημέρι, άρχισα γρήγορα να ψάχνω για κολατσιό, ξέροντας ότι μετά από αυτήν την ώρα τα καταστήματα κλείνουν μέχρι τις έξι, λόγω της ιερής σιέστας ! Βλέποντας δυο γιαγιάδες με τα καλάθια τους, τις ρώτησα το δρόμο για το φούρνο. Ήταν πολύπλοκο να μου το εξηγήσουν και με συνόδευσαν ως εκεί μέσα από ένα δαίδαλο σοκακιών. Επειδή οι Έλληνες είναι από φυσικού τους περίεργοι, δε γλίτωσα τη συνηθισμένη ανάκριση και έμειναν κατάπληκτες από τα πολλά ταξίδια μου, αυτές που δεν έφευγαν ποτέ τους από το νησί.
Ο φούρνος ήταν τυπικό αρτοποιείο χωριού : καμία κλιματιζόμενη βιτρίνα αλλά μεγάλοι τσιμεντένιοι πάγκοι και κάποια ψωμιά σ’ ένα ξύλινο ράφι. Ήταν το εργαστήρι του φούρναρη, με το φούρνο να δεσπόζει στο βάθος. Κάθισα για λίγο. Ο αρτοποιός μού μίλησε για το νησί του και για τη Μήλο, στο φυσικό όρμο της οποίας κατέπλευσε ο γερμανικός στόλος σε όλο το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν εξάντλησε το θέμα, ξανάπηρε την εφημερίδα του που είχε αφήσει με την άφιξή μου, και διάβασε φωναχτά κάποια άρθρα σχολιάζοντάς τα. Τι ποιότητα ζωής έχουμε χάσει, με τα τεράστιά μας σουπερμάρκετ όπου οι καημένες ταμίες καταντούν να γίνονται μηχανές και δεν αποτολμούν κάτι περισσότερο από λίγες λέξεις σ’έναν πελάτη χωρίς να τις κεραυνοβολήσουν οι άλλοι με το βλέμμα τους !
Οι γιαγιάδες στο Άνω Σαγκρί
Οι γιαγιάδες στο Άνω Σαγκρί
Στη Νάξο κοντά στο χωριό Άνω Σαγκρί, πήγα να κάνω πικνίκ δίπλα σ’ένα μαρμάρινο ναό της Δήμητρας, που μόλις που σημειωνόταν στον τουριστικό οδηγό μου, στην ακρή ενός χωματόδρομου.
Φεύγοντας από το χώρο με το νοικιασμένο αυτοκίνητό μου, συνάντησα δυο γριές, μαυροντυμένες όπως συμβαίνει συχνά σ’αυτή την ηλικία, και φορτωμένες με μπόγους γεμάτους χόρτα. Σταμάτησα για να τις χαιρετήσω. Μου είπαν ότι στενοχωριούνταν που το κινητό τους δε λειτουργούσε και γι’αυτό δεν μπορούσαν να τηλεφωνήσουν σε κάποιον να έρθει να τις πάρει. Έσκασα στα γέλια γιατί τότε δεν είχα κινητό, και οι δικοί μου το έβρισκαν αυτό πολύ απερίσκεπτο αφού ταξίδευα μόνη μου. Τους πρότεινα να τις πάω στο σπίτι τους όπου μου πρόσφεραν για φαγητό ένα απολαυστικό σπανακόρυζο. Συνομιλήσαμε μετά πίνοντας ελληνικό καφέ ( δεν πρέπει να πει κανείς « τουρκικό » ! ). Έφυγα αφού με θάμπωσε η υποδοχή τους, όπως πάντα, γιατί έρχομαι από μια χώρα όπου πολύ σπάνια οι άνθρωποι μπάζουν αγνώστους στο σπίτι τους.
Στα γαλλικά έχουμε τη λέξη « ξενοφοβία » αλλά οι Έλληνες λένε αντίθετα «φιλοξενία», «αγάπη για τους ξένους», πολύ πιο δυνατό από την ανούσια λέξη μας «hospitalité».
H Ιταλίδα της Πάρου
H Ιταλίδα της Πάρου
Ο περίπλους μου στις νότιες Κυκλάδες τελείωνε στην Πάρο. Την παραμονή της αναχώρησής μου, στην Παροικιά, την πρωτεύουσα του νομού, κάθισα στο προαύλιο μιας μικρής εκκλησίας του 11ου αιώνα που δεσπόζει πάνω από το λιμάνι, για ν’αγναντέψω το τελευταίο μου ηλιοβασίλεμα.
Ξαφνικά άκουσα μια ανήσυχη φωνή που φώναζε · « Ζοζεφίνα ! ». Επρόκειτο για μια γατούλα που η αφεντικίνα της, όταν τη βρήκε, την πήρε στοργικά στην αγκαλιά της. Απευθύνθηκα στην κυρία στα ελληνικά : « Τι ευτυχισμένη γάτα ! ». Μου απάντησε στα αγγλικά, ό,τι μ’εκνευρίζει πάντα γιατί δυσκολεύομαι να δεχτώ την κυριαρχία αυτής της γλώσσας. Η κυρία ήρθε να καθίσει δίπλα μου. Όπως μιλούσε αγγλικά με προφορά, τη ρώτησα την εθνικότητά της : ήταν Ιταλίδα, αλλά παντρεμένη πολύ καιρό με έναν Άγγλο που είχε πεθάνει πριν από έξι μήνες. Ήρθε να εγκατασταθεί στην Πάρο όπου ζουν πολλοί Βρετανοί.
Την παρακάλεσα τότε να μου μιλήσει ιταλικά · τέσσερα χρόνια μελέτης αυτής της γλώσσας στο λύκειο και τα λατινικά που είχα διδάξει κάποτε μου επέτρεψαν να την καταλάβω εύκολα. Μου είπε με θλιβερό ύφος ότι δεν είχε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τα ιταλικά εδώ και πολύ καιρό. « Non si dimentica la lingua materna » ( Δε ξεχνιέται η μητρική γλώσσα ) της είπα για να την ενθαρρύνω. Μου διηγήθηκε τη ζωή της για πολλή ώρα, στα ιταλικά ανάμικτα με μερικές αγγλικές λέξεις. Είχε ζήσει στην Αίγυπτο, στη Σύρια, στην Ινδία… Λικνιζόμουν από την τόσο μελωδική αυτή γλώσσα και ήμουν λίγο πικραμένη που την κατάλαβα πολύ πιο εύκολα στα προφορικά από τα ελληνικά που σκοτωνόμουν να μελετήσω ήδη εδώ και πέντε χρόνια !
Λυπόμουν τόσο πολύ που δε μιλούσα πια τα ιταλικά και έτσι αποφάσισα αμέσως να την αρχίσω ξανά και μετά να πάω στη Σικελία για το επόμενο ταξίδι μου.
- Chora. Folégandros
- Sarakiniko. Milos.
- Kleftiko. Milos.

Χορός στο Μέγα Λιβάδι
Χορός στο Μέγα Λιβάδι
Φτάνοντας στον κόλπο της Σερίφου, μπόρεσα ν’αγναντέψω ένα από τα ωραιότερα πανοράματα των Κυκλάδων, με τον καταρράκτη άσπρων σπιτιών της Χώρας από την κορυφή του ξερού της λόφου μέχρι τη θάλασσα. Αφιέρωσα την πρώτη μέρα στο να επισκεφτώ αυτό το χωριό.
Την επόμενη μέρα, μετά το γύρο του νησιού, σταμάτησα στο Μέγα Λιβάδι όπου βρίσκονται τα ερείπια του λιμανιού που κτίστηκε το 19° αιώνα για τα διπλανά μεταλλεία : σκάλες φόρτωσης, βαγονέτα, ράγες που άρχισε να τρώει η σκουριά μετά το κλείσιμο από μισό αιώνα. Εκεί συνέβη η πρώτη πετυχημένη απεργία στην Ελλάδα, το 1916. Οι εργάτες ήταν εξοργισμένοι από τους απάνθρωπους όρους διαβίωσης · ο αναρχοσυνδικαλιστής ο Σπέρας τους διηύθυνε και επιτέθηκαν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά στους χωροφύλακες που έστειλε το αφεντικό από τη Γερμανία. Είχε εφτά νεκρούς αλλά τα αιτήματα των μεταλλωρύχων ικανοποιήθηκαν.
Όχι μακριά από τα ερείπια ενός επιβλητικού νεοκλασσικού κτιρίου που είχε στέγασει τη διοίκηση των μεταλλείων, βρίσκεται στην παραλία μια ταβέρνα, η μοναδική ανοιχτή αυτήν την εποχή. Άκουσα τους ήχους παραδοσιακής μουσικής που έβγαιναν απ’αυτή. Πλησίασα. Εκπρόσωποι από κάθε γενιά κάθονταν γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι. Ήταν μια οικογένεια ή μια παρέα, οι βασικές συνισταμένες του κοινωνικού ιστού στην Ελλάδα. Ένα βιολί κι ένα μπουζούκι έπαιζαν λαïκά τραγούδια και χόρευαν τρία άτομα των οποίων τα βήματα βάραιναν λόγω της μεγάλης ηλικίας. Οι παραδοσιακοί χοροί είναι πάντα ζωντανοί σ’αυτήν τη χώρα, ακόμη και στους νέους, και όχι μόνο στα χωριά. Γίνονται με την ευκαιρία θρησκευτικών ή οικογενειακών γιορτών. Επωφελήθηκα μιας παύσης για να τους πω ότι ήμουν Γαλλίδα και μέλος ομίλου παραδοσιακών ελληνικών χορών στη χώρα μου : είχα μεγάλη επιτυχία !
Πριν να απομακρυνθώ, τους δήλωσα για αποχαιρετισμό : « Εσείς οι Έλληνες, είστε ένας ευτυχισμένος λαός : ξέρατε να διατηρείτε τις ρίζες σας.»
Ο άπιστος της Άνω Σύρου
Ο άπιστος της Άνω Σύρου
Η Ερμούπολη, πρωτεύουσα νομού της Σύρου, που περιφρονούν τα Tour Οperator, είναι η πιο κατοικισμένη πόλη στις Κυκλάδες. Στο 19° αιώνα το λιμάνι της ήταν το πρώτο της Ελλάδας. Διατηρεί από την εποχή αυτή ωραία νεοκλασικά σπιτιά και ένα εντυπωσιακό δημαρχείο του οποίου εκπόνησε τα σχέδια ένας γερμανός αρχιτέκτονας. Πρέπει να μην ξεχάσετε επίσης το ορθόδοξο νεκροταφείο όπου οι τάφοι είναι μεγαλοπρεπείς σε τόσο επιδικτικό τρόπο που γίνονται ωραίοι !
Η πάλια πόλη αποτελείται από δυο λόφους, έναν ορθόδοξο, το Βροντάδο, και έναν καθολικό, τον Άνω Σύρο. Πολύ μειοψηφούσα στην Ελλάδα, η καθολική θρησκεία εγκαταστάθηκε κυρίως στα Επτάνησα και στις Κυκλάδες λόγω της ενετικής κατοχής. Οι σχέσεις της με την Ορθόδοξη Εκκλησία, συχνά διενεκτικές στην ιστορία της χώρας, είναι μάλλον καλές στην Σύρο όπου οι μικτοί γάμοι είναι συνηθισμένοι.
Σκαρφάλωσα στο δεύτερο λόφο μέσα από ένα δαίδαλο σοκακιών και έρημων σκαλών μέχρι το μοναστήρι των Καπουτσινών που υψώνεται στην κορυφή. Κατεβαίνοντας κατά μήκος των κλεισμένων σπιτιών, συνάντησα τρια ηλικιωμένα άτομα που έπαιρναν λίγο δροσερό αέρα στο κατώφλι τους. Σταμάτησα μια στιγμή, ευτιχυσμένη που έβγαινα επιτέλους από τη σιωπή. Έμαθα ότι η γειτονιά τους άδειαζε σιγά σιγά γιατί οι νέοι δεν ήθελαν πια να μείνουν σε χώρους απρόσιτους στα αυτοκίνητα. ΄Ενας από τους άντρες μιλούσε λίγα λόγια γαλλικών. Γεννήθηκε από Ιταλούς γόνεις που είχαν μεταναστεύσει στην Ελλάδα και όταν έγινε ορφανός ανατράφηκε από τους Καπουτσινούς. Μ’έμπασε στο απλό σπιτί του για να μου δείξει βιβλία στα ιταλικά για το Δευτέρο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μαθαίνοντας ότι ήξερα επίσης τη μητρική γλώσσα του, επωφελήθηκε αυτό για να μου κάνει εκμυστηρεύσεις που έτσι οι άλλοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν.
Ενώ στην Ελλάδα υποχρεωνόταν να σημειωθεί η θρησκεία στην ταυτότητα μεχρί το 2006 και πολύ λίγοι άνθρωποι τολμάνε να πουν ότι είναι άθεοι, μου ομολόγησε πως οι σημερινές ακολουθίες των παιδικών του χρόνων του τον μετέστρεψαν από τη θρησκεία και πρόσθεσε, γελώντας κάτω από τα μουστάκια του : « Καλή είναι για τις αγράμματες γριές !»
Η μοναχή της Μυκόνου
Η μοναχή της Μυκόνου
Είχα προκατάληψη εναντίον του νησιού αυτού, όπως και για όλα τα μέρη που ασχημαίνει ο μαζικός τουρισμός. Δεν αντέχω πια να με τσακώνει κανείς ( στα αγγλικά ! ) όταν περπατάω κατά μήκος των μαγαζιών και των εστιατόριων, προπάντων από τότε που μπορώ να έχω μια διαφορετική προσέγγιση της χώρας. Ωστόσο ήθελα να γνωρίσω το μέρος αυτό και κυρίως να επισκεφτώ τη διπλανή ιέρη νησίδα Δήλος, όπου δεν επιτρεπόταν ούτε να γεννηθεί ούτε να πεθάνει κανείς. Η κύρια πόλη της Μυκόνου, παρ’όλα αυτά που είπα, είναι γραφική και ευχάριστη εκτός από το καλοκαίρι και έχει αξιοθέατα : τη Μικρή Βενετία με τα πολύχρωμα μπαλκόνια της, τη σειρά των ανεμόμυλων και την πρωτότυπη εκκλησία της Παραπορτιανής.
Όπως δεν ήθελα καθόλου να δω τις παραλίες με τις σειρές τους από ξενοδοχεία, κατευθύνθηκα προς το κέντρο του νησιού όπου υπάρχουν δυο μοναστήρια. Το δεύτερο, αυτό του Παλεοκάστρου, μου άφησε μια αξέχαστη ανάμνηση. Υψώνεται μακριά από το δρόμο, ένα κάτασπρο κάστρο μιας εποχής όπου οι συχνές επιθέσεις ανάγκαζαν τους χωριάτες να βρουν καταφύγιο πίσω από τους τοίχους του. Χτύπησα την ογκώδη πόρτα · άνοιξε μια λεπτοκαμωμένη μοναχή αρκετά νέη που μ’έμπασε σ’ένα παραδεισένιο κήπο. Ζούσε μόνη της σ’αυτό το κτίριο χτισμένο για δεκάδες άτομα. Μου διηγήθηκε τη διαδρομή της. Από ταπεινή καταγωγή, επέλεξε μεταξύ των δυο μόνων δρόμων που ανοίγονταν σε μια γυναίκα σαν αυτή : είτε ο γάμος και τα παιδιά, είτε η μοναστική ζωή. Ο τρίτος, αυτός της ανεξαρτησίας που είχα πάρει, ήταν αναμφίβολα αδιανόητος γι’αυτή και απέφυγα να θίξω το θέμα. Όταν με ρώτησε αν πιστεύω σε κάποια θρησκεία, ούτε κι τόλμησα ν’απαντήσω που ήμουν άθεη, ούτε καν βαπτισμένη. Αρκέστηκα να πω, κατά συνθήκη ψευδή, ότι η οικογένεια μου ήταν καθολική. Μου εξήγησε ότι ο μοναχισμός βασίζεται στην υπακοή : στο Θεό, στον κανόνα και στην ιεραρχία. Καταγόταν από τη βόρεια Ελλάδα και εξορίστηκε σ’αυτό το νησί, πολύ μακριά από την οικογένεια της, και έπρεπε να υποταχθεί. Της μίλησα για τα άλλα μοναστήρια γυναίκων που είχα επισκεφτεί και όπου, συνήθως, οι μοναχές πουλάνε προΐοντα που φτιάχνουν. Μου είπε ότι δεν της άρεσε τα μοναστήρια «Πούλμαν» ! Όταν της αποκάλυψα ότι δεν είχα ποτέ συζητήσει τόσο πολύ με μια μοναχή, έλαμψε το πρόσωπό της μιας και την έκανα να νιώσει εκλεκτή. Της είχα δώσει τη δυνατότητα, μια ώρα, να φύγει μακριά από το ασκητήριο της.
Κατεβαίνοντας προς την πόλη, συλλογιζόμουν την καταπληκτική αντίθεση μεταξύ του χώρου αυτού και του υπολοίπου της Μυκόνου, του ναού του θριαμβευτικού σώματος : οινόπνευμα, ντισκοτέκ και σεξ προς κάθε κατεύθυνση. Είναι σαν η Ορθόδοξη Εκκλησία να είχε στείλει εκεί αυτή τη μικρούλη γυναίκα για να κατέχει το μοναδικό θύλακο που ξεφεύγει στο Δαίμονα !
Πέρα από όλες τις διαφορές που με χώριζαν από αυτή, ένιωσα το πολύ δυνατό δεσμό που μας ένωνε : την ίδια όρεξη για τη μοναξιά.