Afficher cette page en françaisSee this page in english
Πικνίκ στους πρόποδες του Ελικώνα
Πικνίκ στους πρόποδες του Ελικώνα
Είχα αρχίσει την περιήγησή μου στην Κεντρική Ελλάδα με την επίσκεψη, στην περιοχή της Θήβας, κάποιων μικρών αρχαιολογικών χώρων όπου μένουν μόνο λίγα ερείπια, αλλά των οποίων τα περίφημα ονόματα μου είχαν χαραχθεί στη μνήμη μου από τότε που ήμουν φοιτήτρια αρχαίων ελληνικών. Ονόματα μαχών όπως Πλαταιές, όπου οι Έλληνες νίκησαν οριστικά τους Πέρσες το 479 π. Χ., ή Λεύκτρα όταν ο Επαμεινώνδας, Θηβαίος στρατηγός, συνέτριψε αργότερα τους φοβερούς Σπαρτιάτες, ή ακόμη Χαιρώνια όπου ο Φίλιππος Β’, πατέρας του Αλεξάνδρου, έβαλε τέλος στην ανεξαρτησία των πόλεων-κρατών.

Lion de marbre surmontant le tombeau collectif où furent enterrés
les guerriers thébains du Bataillon sacré, morts à Chéronée, en 338 av. J.-C.
Αλλά και ονόματα σχετικά με τη μυθολογία, όπως η Κοιλάδα των Μουσών όπου έψαξα μάταια τα λίγα ερείπια που σημείωνε ο τουριστικός οδηγός μου. Μπόρεσα τουλάχιστον να δω την ακρόπολη της Άσκρας, πατρίδας του Ησιόδου, του πιο παλιού Έλληνα ποιητή μαζί με τον Όμηρο, που την περιγράφει με απελπιστικό τρόπο : «Καταραμένη κωμόπολη, κακή το χειμώνα, σκληρή το καλοκαίρι, ποτέ ευχάριστη». Πράγματι, βλέποντας αυτόν τον ξερό και ανεμοδαρμένο λόφο, δε σου κάνει αίσθηση να μείνεις εκεί.
Αφού βρήκα ένα δασώδες μονοπάτι, το ακολούθησα για λίγο προς τον Ελικώνα, το όρος των Μουσών, όπου ο Ησίοδος ισχυρίστηκε ότι εκείνες του απευθύνονταν ενώ οδηγούσε το κοπάδι του στη βοσκή. Προσωπικά, δεν είχα την ευχαρίστηση να τις συναντήσω, όμως έπεσα επάνω σε απλούς θνητούς που ετοίμαζαν σουβλάκια πίνοντας ρετσίνα, και με προσκάλεσαν αμέσως να παω στην παρέα τους. Ήταν μια ομάδα νεαρών με ένα μοναδικό «γέρο», έναν άντρα της ηλικίας μου που μου σύστησαν ως το «θείο». Είχε την εμφάνιση αγριανθρώπου, ωστόσο δεν παρέλειψε, όταν του είπα το πρώην επάγγελμά μου, να μου απαγγείλει τους πρώτους στίχους της Οδύσσειας : «’´Αντρα μοι ‘έννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον…».
Μαγευτική χώρα όπου οι χωριάτες απαγγέλλουν Όμηρο και ακούς τις μητέρες να φωνάζουν τα παιδάκια τους : «Ηρακλή, Ηλέκτρα, Μενέλαε ! Ελάτε να κολατσίσετε !».
Το τραινάκι του Πηλίου
Το τραινάκι του Πηλίου
Κοντά στο Βόλο, το τρίτο λιμάνι της Ελλάδας, και στον Παγασητικό κόλπο, υπάρχει μια περιοχή που αρέσει πολύ στους Έλληνες αλλά σχεδόν άγνωστη στους ξένους. Είναι η χερσόνησος του Πηλίου, ορεινή και δασώδης, μυθική κατοικία των Κενταύρων. Κατά την οθωμανική αυτοκρτορία είχε ένα προνομιακό θεσμικό πλαίσιο που της επέτρεπε να αναπτύσσει το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Στο 18° αιώνα πολλά σχολεία δημιουργήθηκαν, από τα οποία το σημαντικότερο, αληθινό μικρό πανεπιστήμιο, βρισκόταν στις Μηλιές : η βιβλιοθήκη αριθμούσε περισσότερα από δέκα χιλιάδες βιβλία.
Στο τέλος του 19ου αιώνα ένας μηχανικός, πατέρας του ζωγράφου Τζόρτζιο ντε Κίρικο, ανέλαβε να κατασκευάσει ένα σιδηρόδρομο Βόλου – Μηλεών. Έγιναν αρκετά μεγάλα αρχιτεκτονικά έργα, σήραγγες και οδογέφυρες, και το τραινάκι λειτούργησε περισσότερο από 70 χρόνια πριν να αποφασιστεί πως δεν ήταν πια αποδοτικό. Το 1995, δημιουργήθηκε ένας σύλλογος παθιασμένων μελών προκειμένου να το βάλει πάλι σε λειτουργία, όπως και έγινε. Από τότε μεταφέρει τους τουρίστες με δεκαπέντε χιλιόμετρα την ώρα, μέσα από τα χωριά με πέτρινες στέγες, προσφέροντας εντυπωσιακή θέα στη θάλασσα.
Το πήρα μια βροχερή μέρα, κάνοντας έτσι ένα ωραίο ταξίδι στο χρόνο, στα ξυλινά καθίσματά του, συνοδευόμενη από την τουλούπα καπνού και τα σφυρίγματα, ίχνη μιας παρωχημένης εποχής. Συζήτησα με τον ελεγκτή και κάποιους Έλληνες τουρίστες και, μετά την άφιξη στις Μηλιές, παρακολούθησα τη χειρωνακτική αναστροφή της μηχανής σε μια πλατφόρμα, όπως το τραμ του Σαν Φρανσίσκου.
Αφού έκανα μια βόλτα στο χωριό όπου το νερό τρέχει παντού κατά μήκος των καλντεριμιών, κάτω από τεράστιους πλατάνους, στον αντίποδα μιας αποπνικτικής και ξερής Ελλάδας, επισκέφτηκα το μικρό λαογραφικό μουσείο, αλλά δυστυχώς ήταν Κυριακή και η βιβλιοθήκη ήταν κλειστή. Ορκίστηκα να επιστρέψω εκεί μια μέρα όταν θα έχω τελειώσει τη συστηματική μου εξερεύνηση της Ελλάδας, για να διαβάσω ένα μέρος των 3000 υπόλοιπων βιβλίων.
Οι καρτ ποστάλ
Οι καρτ ποστάλ
Για να καταλάβει καποιός πως είναι η « Αγνοημένη Ελλάδα », άρκει να ψάξει καρτ ποστάλ.
Στη Λάρισα, στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα, πόλεις σημαντικές της Θεσσαλίας, κάθε φορά που ρωτούσα που μπορούσα να βρω, μου απαντούσαν « Πουθενά ».
Κρίμα γιατί οι πόλεις αυτές κρύβουν θυσαυρούς αλλά οι τουρίστες αρκούνται να τις διασχίσουν., Αυτό μου είχε ήδη συμβεί στη Σπάρτη, τόσο περίφημη στην Αρχαιότητα, αλλά της οποίας οι κάτοικοι ενδιαφέρονταν μόνο να διαμορφώνουν στρατιώτες και όχι να χτίζουν μνημεία ή οχυρώσεις : λέγονταν ότι οι μοναδικές τους επάλξεις ήταν τα στήθη των οπλιτών. Όταν οι τουρίστες σταματάν εκεί, είναι μόνο για να επισκεφτούν το Μυστρά.
Στη Σπάρτη λοιπόν, βρήκα τελικά ένα μικρό παντοπωλείο όπου τις είχαν καταχωνιασμένες.
Με οδήγησαν σ’ένα υπόγειο όπου ανακάλυψα προθήκες με καρτ ποστάλ « ταλαιπωρημένες ». Τις αποθήκευαν εκεί για να μη φθείρονται στο πεζοδρόμο!
Ο cow-boy της Θεσσαλίας
Ο cow-boy της Θεσσαλίας
Παρόλο τον εκνευρισμό μου μπροστά την κυριαρχία των αγγλικών, καταδέχομαι να χρησιμοποιήσω τη λέξη « cow-boy » ενώ υπάρχει στα γαλλικά μια πολύ πιο ωραία λέξη « gardian » που χρησιμοποίειται στην Camargue, την περιοχή του δέλτα του Ροδανού, αλλά που είναι γνωστή μόνο σ’αυτή.
Λίγο πάνω από τα Μετέωρα, ανακάλυψα για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένα κοπάδι περίπου είκοσι αλόγων που βοσκούσαν σε μια πλαγιά και που τα φύλαγε ένας καβαλάρης του οποίου η σιλουέττα διαγράφοταν στον ουρανό. Τον πλησίασα αμέσως για να του κάνω ερωτήσεις.
Ήταν ένας έφηβος με το τέχνισμα του Tintin, στη μόδα σήμερα στα αγόρια, αλλά που δεν ταιριάζει με την αρχοντιά ένος ιππέα ! Καβαλλίκευε ένα μικρό καστανό άλογο – περίπου 1,30μ στην ακρωμία – στη Γαλλία θα συγκαταλέγοταν σαν 1 πόνεï. Όταν το ρώτησα τη ράτσα του, μου απάντησε « θεσσαλική » βεβαίως.
Αυτό δε θα πει τίποτα στους μη γνωρίζοντες, αλλά στην Αρχαιότητα η Θεσσαλία, ο μεγαλύτερος κάμπος της Ελλάδας, έτρεφε μια φημισμένη ράτσα αλόγων της οποίας ο πιο γνωστός αντιπρόσωπος ήταν ο Βουκεφάλας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Αυτό που αντίκριζα, έκτος από το σταυρό που φορούσε στο μέτωπο, έμοιαζε πολύ με τα αρχαία άλογα ως προς το ανάστημα : όπως αναφέρεται στη ζωοφόρο του Παρθενώνα όπου τα πόδια των ιππέων φτάνουν πολύ κάτω από την κοίλια τους. Μόνο στη σύγχρονη εποχή, με την επιλογή και την καλύτερη τροφή, τα άλογα έγιναν τόσο μεγάλα που δε μπορεί κανείς να ανέβει στην πλάτη τους χωρίς βοήθεια !/p>
Το μικρό άλογο είχε δυο άλλες ομοιότητες με αυτά της Αρχαιότητας : δεν είχε σέλα και ήταν επιβήτορας. Οι μεσογειακοί λάοι δεν ευνουχίζουν ποτέ τα άλογα γιατί λατρεύουν τον ανδρισμό. Είναι οι Ούγγροι που μας έφεραν το έθιμο του ευνουχισμένου αλόγου που το λέμε άλλωστε « hongre » στα γαλλικά.
Είπα στον έφηβο ότι είχα δει στη Λέσβο μια παρόμοια ράτσα που έχει ένα ειδικό βηματισμό, το πλαγιοτροχασμό ( ή ραβάνι ), σαν τις καμήλες, γρήγορο τόσο στο τρέξιμο όσο και στον καλπασμό, αλλά πολύ πιο άνετο για τον αναβάτη. Αυτός ο βηματισμός, άγνωστος σήμερα στη Δύση, εκτός από την Ισλανδία, εκτιμόταν πολύ στο Μεσαίωνα, πριν την ανάπτυξη των αμαξιών.
Ο έφηβος μου απάντησε ότι στην Θεσσαλία τα άλογα δεν έχουν το βηματισμό αυτό και μετά απομακρύνθηκε, με ένα πλατύ χαμόγελο, για να συγκεντρώσει τα πρόβατά του, έκπληκτος από τέτοια συζήτηση με μια τουρίστρια.
Οι Βλάχοι του Μετσόβου
Οι Βλάχοι του Μετσόβου
Στο δρόμο ανάμεσα στα Γιάννενα και τα μαγευτικά Μετέωρα βρίσκεται η πόλη Μέτσοβο, χώρος πολύ λιγότερο γνωστός. Περιέχει ωραία βαλκανικά αρχοντικά με χαγιάτια, χαρακτηριστικά στην Κεντρική και τη Βόρεια Ελλάδα, ένα τα οποία μπορεί κανείς να επισκεφτεί. Η αίθουσα δεξιώσεων περιβάλλεται από καναπέδες με γεωμετρικά σχέδια στα παραδοσιακά υφαντά, ένα ταβάνι σκαλιστού ξυλού καθώς και ένα τζάκι με κωνικό περίβλημα, τυπικό σκηνικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το αρχοντικό ανήκε στον τραπεζίτη Τοσίτσα, έναν ευεργέτη απ’αυτούς που βρίσκει κανείς συχνά στην Ελλάδα : ένας άνθρωπος που πλούτισε πρέπει να βοηθήσει το χωριό απ’ το οποίο κατάγεται.
Ο παππούς αυτού του τραπεζίτη ήταν βλάχος βοσκός. Οι Γάλλοι γνωρίζουν αυτή τη λέξη σχέδον μόνο από το γλωσσοδέτη : « La cavale aux Valaques avala l’eau du lac» ( « Λα καβάλ ο βαλάκ αβαλά λο δυ λακ» : «Το άλογο των Βλάχων κατάπιε το νερό της λίμνης»). Αυτός ο λαός που βρίσκεται κυρίως στην Ελλάδα όπου αριθμεί 200 000 άτομα και λίγο λιγότερο στις γειτονικές χώρες, μιλάει τα βλάχικα, ρουμανική διάλεκτο, συγγενή γλώσσα με τα ρουμάνικα. Αφού συνομίλησα με τρεις κυρίες που πήγαιναν στην εκκλησία ντυμένες με την παραδοσιακή στολή, είδα στην πλατεία μια παρέα ηλικιωμένων αντρών που συζητούσαν στη διάλεκτο αυτή. Αναγνωρίζοντας εύκολα τις λέξεις, συγγενείς με τη γαλλική γλώσσα, τους ζήτησα να μου διηγηθούν ένα ανέκδοτο στα βλάχικα. Μετά, μου μίλησαν για τη σκληρότητα της γερμανικής κατοχής.
Αυτή ήταν πιο σκληρή στην Ελλάδα παρά στη Γαλλία · οι Γερμανοί κατέστρεψαν εκατοντάδες χωριά, σφαγιάζοντας τον πληθυσμό, και αυτή την εποχή πέθαναν στην Ελλάδα 300 000 άνθρωποι από ασιτία. Στο κάτω-κάτω της γραφής οι Έλληνες να υπέφεραν περισσότερο από τους Γερμανούς κατά τέσσερα χρόνια , παρά από τους Τούρκους κατά τέσσερεις αιώνες.
Άρτα
Άρτα
Αρχαία Αμβρακία όπου βασίλεψε ο Πύρρος του οποίου οι νίκες έμειναν παρομοιώδεις, ήταν μετά η πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου στο τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Είναι εντελώς περιφρονημένη από τους τουρίστες, κι όμως έχει εξαιρετικούς θησαυρούς : κάστρο, γέφυρα, βυζαντινές και μονές εκκλησίες, αρχαία ερείπια, μουσείο και ακόμη ένα οθωμανικό ιμαρέτ (πτωχοκομείο), τοποθετημένους μέσα ή κοντά στην πόλη. Βρίσκονται επίσης πολλοί αρχαιολογοί χωροί λίγο γνωστοί σε ακτίνα 60 χιλιομέτρων : Νεκρομαντείο, Κασσώπη, Όρραον, Νικόπολη, Ρωγούς.
Η πόρτα που βλέπει στο γκρεμό
Η πόρτα που βλέπει στο γκρεμό
Στα βόρεια των Ιωαννίνων, κοντά στα σύνορα της Αλβανίας, υπάρχει μια άλλη ορεινή περιοχή, που αρέσει στους Έλληνες, αλλά σχεδόν αγνοημένη από τους ξένους που προτιμάνε παραλίες και βουτιές ! Είναι αυτή των Ζαγοροχωρίων, στην οροσειρά της Πίνδου στην Ήπειρο · περιέχει το εθνικό πάρκο του Βίκου, θαυμάσια χωριά με πέτρινους τοίχους και στέγες και εξαιρετικές γέφυρες με μία, δύο ή τρεις καμάρες. Ενώ οι περισσότερες καινούριες γειτονιές της Αθήνας και πολλά χωριά της Ελλάδας είναι χωρίς γοητεία και μάλιστα άσχημα στην αλήθεια, οι περιοχές του Πηλίου και των Ζαγοροχώριων παρουσιάζουν μια αρχιτεκτονική συνοχή αυστηρώς διαφυλαγμένη · οι οικοδομές, νέες ή επισκευασμένες, πρέπει να σέβονται το τοπικό ύφος και οι υπαίθριες πισίνες απαγορεύονται.
Στο χωριό Μονοδένδρι υπάρχει ένα μικρό μοναστήρι που προσφέρει μια καταπληκτική θέα στο φαράγγι του Βίκου, βάθους πολλών εκατοντάδων μέτρων. Πίσω από τα κτήρια ακολούθησα ένα στενό μονοπάτι σκαμμένο στην απόκρημνη πλαγιά του βουνού · ο τουριστικός οδηγός μου σημείωνε ότι οδηγούσε σ’ένα άνοιγμα από όπου θαυμάζει κανείς τη θέα, αλλά δε μιλούσε γι’αυτούς που άνοιξαν το μονοπάτι. Έμαθα την ιστορία του από μια παρέα Ελλήνων φοιτητών. Κατά την ελληνική Επανάσταση, οι κλέφτες έσκαψαν το μονοπάτι μέχρι μια φυσική πλατφόρμα την οποία οχύρωσαν και όπου κατέφυγαν οι γυναίκες και τα παιδιά που έδιωχνε από τα χωριά τους η απειλή των Τουρκών. Πενήντα μέτρα πριν, προστάτευε το χώρο ένας τοίχος στον οποίο μια πόρτα ανοιγόταν πάνω από το γκρεμό.
Το θέαμα αυτό, απόλυτως ασυνήθιστο για μένα, ερχόμενο να προστεθεί στο ρίγος και τον ίλιγγο που μου προκαλούσαν οι απότομοι βράχοι, με μετέφερε σ’ένα κόσμο γεμάτο κινδύνους και βία όπου οι γυναίκες δε δίσταζαν, όπως έχει συμβεί πολλές φορές σ’αυτή τη χώρα, να ριχτούν με τα παιδιά τους στο γκρεμό για να μην καταλήξουν στο χαρέμι ένος πασά.
Οι λύκοι του Ζαγορίου
Οι λύκοι του Ζαγορίου
Για τη δεύτερη μου περιπλάνηση σ’αυτή την περιοχή, αποφάσισα να εμβαθύνω την εξερεύνησή μου και να ανακαλύψω όσο γίνεται περισσότερα πέτρινα γεφύρια. Όσο οι
σύγχρονοι Έλληνες δεν είναι πρωταθλητές για την κατασκευή των βουνήσιων δρόμων – στους οποίους συχνά παρατηρούνται παραμορφώσεις και καθιζήσεις ή ακόμα πέτρες και λάσπη τους καθιστούν αδύνατους στην κυκλοφορία – τόσο οι πρόγονοί τους ήταν δεξιοτέχνες, κυρίως στον 18° και 19° αιώνα και έφτιαχναν θαυμάσια γεφύρια που ήταν στέρεα και η κομψότητα τους αψηφούσε το χρόνο.
Επιστρέφοντας από μία περιπλάνηση που έμοιαζε με ένα κυνήγι θησαύρου όπου περπάτησα ώρες, μέσα σε βάτα που με γρατσούνιζαν, και τα πόδια μου γλιστρούσαν στο
ρέμα, είδα να περνάνε μτροστά από το αυτοκίνητό μου δυο μικρές αρκούδες : η μια σταμάτησε, θαμπωμένη από τα φώτα, ένα δευτερόλεπτο. Σ’αυτή τη βουνήσια περιοχή με την πολύ πυκνή βλάστηση βρίσκουν καταφύγιο και άλλα θηρία. Τρεις μέρες αργότερα το απόγευμα, ένας κυνηγός μου έκανε νόημα να σταματήσω στο δρόμο : έψαχνε το σκύλι του που μου το περιέγραψε και δυστυχώς δεν είχα δει. Ήθελε οπωσδήποτε να το βρει πριν έρθει η νύχτα για να μην το φάνε οι λύκοι.
Η σκέψη του καημένου ζώου, περικυκλωμένου από την αγέλη, με κυνηγήσε όλο το βράδυ.
Δεν είναι μόνο τα ζώα που δείχνουν αγριότητα — αυτά τουλάχιστον έχουν τη δικαιολογία της πείνας — σ’αυτό το απομακρυσμένο μέρος όπου βρήκαν συχνά καταφύγιο οι
επαναστατημένοι Ελληνες. Μια στήλη θυμίζει στον ταξιδιώτη ότι κάποιος Καπετάν Αρκούδας δολοφονήθηκε από τους Τούρκους που κατείχαν την Ήπειρο μέχρι το 1912, πλαι σ’ένα γεφύρι που μετά πήρε το όνομά του. Αργότερα οι Γερμανοί λεηλάτησαν την περιοχή κατά τη διαρκεία της κατοχής, και οι δρόμοι είναι διάσπαρτοι από μαρτυρικά χωριά. Μετά την κατοχή, κατά τον εμφύλιο, οι αντάρτες κομμουνιστές είχαν έδρα τα βουνήσια προπύργια όπου έστειναν ενέδρες και τα αντίποινα διαδέχονταν και από τις δύο μεριές..
Ο Πλαύτος, Λατίνος κωμικός συγγραφέας που γνώριζε καλά τις ελληνικές τραγωδίες, θα μπορούσε να έχει γράψει για το Ζαγόρι το περίφημο γνωμικό του :. « Ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος »