Afficher cette page en françaisSee this page in english

Citadelle de Larissa à Argos. Les remparts présentent plusieurs
niveaux superposés : antique, byzantin, franc et turc.
Η βοσκοπούλα της Αρκαδίας
Η βοσκοπούλα της Αρκαδίας
Ένα ανοιξιοτικό πρωί του 2009 βρέθηκα μετά από χιλιόμετρα, σ’ένα έρημο ορεινό δρομάκι, μπροστά σ’ένα μικρό αρχαίο ιερό που ακούει στο μυστηριώδες όνομα «Λυκοσσούρα ». Ήταν στην καρδιά της Πελοποννήσου, σα να λέμε στην άκρη του κόσμου.
Σ’αυτήν τη μοναξιά, η σιωπή μόλις που διακοπτόταν από τα κουδούνια ένος μικρού κοπαδιού. Ξεκίνησα τη συζήτηση με αυτή που το φυλούσε, μια γυναίκα απροσδιόριστης ηλικίας με χαρακωμένο πρόσωπο, πολύ έκπληκτη που της απευθύνθηκα στη γλώσσα της. Ήταν μια «Βοσκοπούλα της Αρκαδίας» αλλά αγνοούσε βεβαίως την υποδήλωση αυτής της έκφρασης. Δεν έπαιζε δίαυλο αλλά άκουγε μουσική διακριτικά σ’ένα μικρό τρανζίστορ.
Χάιδεψα τη φοβιτσιάρα σκυλίτσα της με γλαυκά μάτια, και την ερώτησα για τα κατσίκια της. Με ρώτησε από πού ερχόμουν και, όταν της μίλησα για τα ζώα μου, ανησύχησε για το ποιος τα τάιζε.
Για μένα που είχα τόσο καιρό την επαφή με τα ελληνικά μόνο από τα βιβλία, το να μπορούσα, σ’αυτό το αιώνιο σκηνικό, να επικοινωνήσω με έναν άνθρωπο που φαινόταν να έρχεται απ’το βάθος του χρόνου με γέμισε ξαφνικά ευτυχία.
Ήταν η πρώτη από αυτών που ονόμασα, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου, « τις μαγικές στιγμές μου».
Ο φύλακας του Μυστρά
Ο φύλακας του Μυστρά
Επειδή ταξιδεύω κατά τη μη τουριστική περίοδο, τυγχάνει να βρίσκω καποιούς χώρους κλειστούς. Έγινα λοιπόν άσος στην τέχνη του ν’ανακαλύπτω το αναπόφευκτο σχίσιμο στις περιφράξεις ή να σκαρφαλώνω τις πόρτες. Αλλά όταν πρόκειται για μουσεία ή εκκλησίες και βρίσκω την πόρτα κλειστή, είναι αδύνατο να κάνω το ίδιο.
Στο Μυστρά, την παλιά βυζαντινή πολιτεία κοντά στη Σπάρτη, που περικυκλώνει το κάστρο των Βιλεαρδουίνων και που στεγάζει μια δεκαπεντάδα αναστυλωμένων εκκλησιών και μοναστηριών, μπόρεσα να τα επισκεφτώ όλα · ήμουν πολύ τυχερή γιατί είναι σπάνιο να έχει ένα φύλακα για κάθε χώρο αυτή την εποχή. Εκείνος του μοναστηριού της Περιβλέπτου φαινόταν ευτυχισμένος που με είδε γιατί, αυτή τη μέρα, έπρεπε να είχε σε ολόκληρο το χώρο μόνο μια δεκάδα άτομα. Είχε έναν αποκλίνοντα στραβισμό που τον έκανε να μοιάζει στο Ζαν-Πωλ Σαρτρ · άλλωστε αναδείχτηκε σε φιλόσοφο κατά την πολύωρη κουβέντα μας. Πρώτα μου σχολίασε τις εξαιρετικές τοιχογραφίες του 14ου αιώνα, τις ωραιότερες του Μυστρά, οι οποίες χρονολογούνται από τον Εμμανουήλ Καντακουζινό. Πριν να σπουδάσω νέα ελληνικά, είχα σοβαρά κενά, για να μην πω καμία απολύτως γνώση, για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Γι’αυτό βυθίστηκα στη μελέτη αυτής της περιόδου, γιατί ανακάλυψα ότι οι σημερινοί Έλληνες τη θεωρούν θεμελιώδη στον πολιτισμό τους. Και ανάμεσα στις πλευρές της που με μαγεύουν πάντα, τα ονόματα των αυτοκρατόρων κατέχουν ένα σημαντικό κομμάτι · ο Μιχαήλ του Αμορίου, ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, ο Κωνσταντίνος Μονομάχος, ο Αλέξιος Κομνηνός, ο Ισαάκιος Άγγελος, ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος … έχουν ωραιότερο παράστημα από τον Πεπίνο το Βραχύ, τον Κάρολο το Φαλακρό ή το Λουδοβίκο τον Παχύ !
Όπως διαπίστωνα την κακή κατάσταση κάποιων τοιχογραφιών, ο φύλακας άρχισε να μου δίνει αναφορά για τις επιδοτήσεις των Βρυξελλών που κατέληγαν συχνά στην τσέπη των τοπικών αρχών… Οι απόγονοι των Σπαρτιατών δεν ζούσαν πια λακωνικά ! Έπειτα χωρίσαμε, αφού αρνήθηκε ενάρετα το φιλοδώρημά μου.
Το μοναστήρι του Λεωνιδίου
Το μοναστήρι του Λεωνιδίου
Για το δευτέρο μου ταξίδι στην Πελοπόνησσο, αποφάσισα να σταματήσω, στο δρόμο προς τη Μονεμβασιά, στην κωμόπολη Λεωνίδιο, που δεν ενδιαφέρεται και πόλυ με τους τουρίστες και αμοιβαία, γιατί, παρόλο τις κατακόκκινες στέγες της, περιβαλλομένες από κοκκινοπούς γκρεμούς, δεν είναι διπλά στην παραλία. Απεναντίας παρουσιάζει στα μάτια μου ένα μοναδικό χαρακτηρισμό : εδώ μιλούσαν μέχρι πρόσφατα τα τσακωνικά, μια γλώσσα προερχόμενη από τη δορική διάλεκτο της Αρχαιότητας, η περιοχή της Σπάρτης καλλιέργοντας κάποτε την ιδιοτυπία της σε σύγκριση με την Αθήνα.
Γι’αυτό ήμουν αποφασισμένη να ηχογραφίσω καποιόν που μιλούσε τσακωνικά. Αλίμονο οι τελευταίοι άνθρωποι που τα μιλάνε ακόμη είναι πολύ ηλικιωμένοι και ήταν δύσκολο να τους συναντήσω. Έπρεπε να εγκαταλείψω αυτή την ιδέα και να παρηγορηθώ κοιτάζοντας το Ιντερνέτ στο θέμα αυτό μετά την επιστροφή μου.
Απεναντίας συνάτησα την Ευγένια, μια συμπαθητική φιλόλογο, που με ξενάγησε στο ωραίο αρχοντικό Τσικαλιώτη που άνηκε σ’ένα έμπορο που χρηματοδώτησε την Επανάσταση. Η
Ευγένια μου ομολόγησε με σεμνότητα ότι επιβίωνε δύσκολα, λόγω της κρίσης, δίνοντας ιδιαίτερα μαθήματα. Με ξενάγησε επί μια ώρα ανάμεσα τους δρόμους και μου σύστησε τον παπά που μου συμβούλεψε να επισκεφτώ το μοναστήρι Αγίου Νικολάου Στιτζά, σε απόσταση πέντε χιλιόμετρα από την πόλη. Η κοπέλλα μου έδειξε το δρόμο, δύσκολο να βρω γιατί η μονή δε γράφεται σε κανένα τουριστικό οδηγό. Βεβαίως αρνήθηκε το μικρότερο φιλοδώρημα και της έστειλα ένα βιβλίο για την περιοχή μου μετά την επιστροφή.
Ο δρόμος για το μοναστήρι, μια ιλλγιωδής διαδρομή, είναι λαξεμένος στο γκρεμό σ’ένα μεγαλοπρεπή τοπίο. Τα κτίρια είναι κρεμασμένα πάνω από το φαράγγι και κάτω από τους
ώχρινους βράχους που προεξέχουν. Το μοναστήρι που αναπαλαιόθηκε πρόσφατα είναι ωραιότερο από μακριά αλλά ο χώρος είναι μαγικός, με μια εξαιρετική θέα στο Λεωνίδιο από την ταράτσα.
Φιλοξενήθηκα από τη μοναδική μοναχή, μια μικρούλα γυναίκα χωρίς ηλικία, που την είχε ειδοποιήσει ο παπάς, μου άνοιξε τη γερή πόρτα. Μου χάρισε φρούτα και λιχουδιές. Όπως η έκπληξη ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της που ταξίδευα μόνη μου, της είπα ότι δε φοβόμουν τη μοναξιά. Μου απάντησε ότι ούτε κι’αυτή, ακόμη και αν προτιμούσε να κλείσει την πόρτα : πριν από μερικά χρόνια, οι δυο τελευταίες μοναχές ένος απομονωμένου μονασττηριού της περιοχής δολοφονήθηκαν.
Κατεβαίνοντας σκεφτόμουν της ζωή αυτής της γυναίκας σ’αυτό το εντυπωσιακό τοπίο όπου δεν μπορούσα να ζήσω όλο το χρόνο παρά το χαρακτήρα μου. Μήπως δεν είναι δυνατό χωρίς τη βοήθεια της πίστης;
Η μαύρη γάτα της Μάνης
Η μαύρη γάτα της Μάνης
Η Μάνη, κεντρική χερσόνησος της νότιας Πελοποννήσου, κατοικείται από έναν περήφανο και ευερέθιστο λαό, τους Μανιάτες, που ήταν μάλιστα πειρατές κάποτε. Κατά την Οθωμανική αυτοκρατορία, οι Τούρκοι δεν τολμούσαν να πατήσουν εκεί και οι τοπικοί αρχηγοί τούς πλήρωναν κρεμώντας τα χρήματα στην άκρη της σπάθας τους.
Αυτή η βραχώδης περιοχή χωρίς δέντρα γνώρισε, μετά την εθνική ανεξαρτησία, μια ακόμη πιο μαζική μετανάστευση από το υπόλοιπο της χώρας. Αλλά από κάποια χρονιά, τα εγκαταλελειμμένα χωριά άρχισαν ν’ αναπαλαιώνονται από Έλληνες της Αυστραλίας ή των ΗΠΑ και κάποιους ξένους, γοητευμένους από αυτή τη σκληρή περιοχή και τη μοναδική της αρχιτεκτονική. Το χωριό Βάθια είναι από τα πιο γραφικά. Όταν σταμάτησα εκεί, ήταν μόλις τέλος Μάρτη και ήταν έρημο. Βρήκα όμως ένα «ντόπιο» για με συνοδέψει : μια όμορφη γάτα της οποίας η γλυκύτητα ερχόταν σε αντίθεση με το … γρουσούζικό της χρώμα. Τριβόταν στα πόδια μου γουργουρίζοντας κατά μήκος των σιωπηλών σοκακιών. Τα σπίτια, αληθινοί πύργοι με μικρά παράθυρα, δεν είχαν πάντοτε πέτρινα σκαλιά αλλά μόνο φορητές σκάλες που μπορούσαν να κρυφτούν σε περίπτωση επίθεσης. Πράγματι κάθε γειτονιά ανήκε σε μια «φαμίλια» που βρισκόταν σε κόντρα με τις άλλες εξαιτίας παμπάλαιων βεντετών.
Επέστρεψα στο αυτοκίνητο · το γατάκι κάθισε σ’ένα πεζούλι και με κοίταζε να φεύγω, μοναχικός φύλακας, μαύρη ψυχή της Μάνης.